Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

του ζύθου

См. также в других словарях:

  • Χάνσεν, Eμίλ - Kρίστιαν — (Hansen, 1842 – 1909). Δανός βοτανολόγος. Αρχικά σπούδασε ζωγραφική, αλλά αργότερα επιδόθηκε στη μελέτη των φυσικών επιστημών και ειδικότερα στη βοτανική και έγραψε σπουδαιότατες εργασίες όσον αφορά τους μύκητες και τους ζυμομύκητες. Απέδειξε ότι …   Dictionary of Greek

  • ζυτηρά — ζυτηρά, τὰ (Α) [ζύτος] πάπ. τέλος, φόρος τού ζύθου, η κρατική πρόσοδος από τον ζύθο …   Dictionary of Greek

  • υμενοζύμη — η, Ν ζύμη που παράγεται κατά την κατεργασία τού ζύθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υμένας + ζύμη] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

  • Πετρόπολη — (Petropolis). Πόλη (;;; κάτ.) της Βραζιλίας στην πολιτεία του Ρίο ντε Tζανέιρο, με το οποίο συνδέεται με αυτοκινητόδρομο μήκους 48 χλμ. και σιδηροδρομική γραμμή. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο με πολλά και μεγάλα εργοστάσια (παραγωγή υφασμάτων …   Dictionary of Greek

  • ζυθοποσία — η η πόση ζύθου, το να πίνει κάποιος μπίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυθοπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κούρμι — κοῡρμι, τὸ (Α) είδος ποτού, ζύθου που παρασκευαζόταν στην Αίγυπτο από κριθάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κόρμα*] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»